βιρὰν
Βιρὰν (Π. Τ. βιρὰν) = οἰκία ἀνοικτὴ καὶ ἀφύλακτος, πορτοπαράθυρα ὀρθάνοικτα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
βιράν: οἰκία ἀνοικτή καί ἀφύλακτος, ἐρειπωμένη.
βιράν (τό): ἐρείπιο, (τουρκοπερσικῆς καταγωγῆς viran).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου