Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βιρὰν

Βιρὰν (Π. Τ. βιρὰν) = οἰκία ἀνοικτὴ καὶ ἀφύλακτος, πορτοπαράθυρα ὀρθάνοικτα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


βιράν: οἰκία ἀνοικτή καί ἀφύλακτος, ἐρειπωμένη.
βιράν (τό): ἐρείπιο, (τουρκοπερσικῆς καταγωγῆς viran).

Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.