φαρμιδὸς -ὴ -ὸ 27 Φεβ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φαρμ(ι)δὸς -ὴ -ὸ (Ἰ. formidato) = φοβερός, εὐτραφής, ζωηρός, ἀπειλητικός.