φαίνεται
“μου φάνηκε”: νόμιζω, νόμισα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
“μου φάνηκε”: νόμιζω, νόμισα
το άχυρο της φακής
Είναι αυτά που σήμερα λέμε ποπ κορν, “ψημένοι σπόροι καλαμποκιού, που τρώγονται ως σνακ (αγγλική λέξη snack), αλατισμένο ή με ζάχαρη (Μπαμπινιώτης). Η πρώτη λέξη σημαίνει σκάζω με κρότο, ενώ η δεύτερη καλαμπόκι. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θυμούνται τη διαδικασία παρασκευής των στο μαυροτήγανο και το σχετικό σκάσιμο. Η λέξη . . . Περισσότερα
σανός φακής. Το λεγόμενο “φακάχερο” = το ξυλώδες μέρος που απομένει μετά το αλώνισμα ή το κοπάνισμα της φακής και την αφαίρεση του καρπού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φακίστρα /ἡ/ = τόπος ἐσπαρμένος διὰ φακῆς, σανὸς ἐκ φυτευμάτων φακῆς. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ψημένα ρεβίθια στη γωνιά, πάνω στα οποία τοποθετούμε κάρβουνα
(ιταλ. facolta): έγκριση, άδεια, δικαιώμα
Φαλάρω (Ἰ. fallare) = κάμνω λάθος, πλανῶμαι, ἀπατῶμαι.
Φαλέλω /ἡ/ (Ἰ. fallire) = ἄνθρωπος πλανώμενος, ἐπιπόλαιος, ἄστατος.
χρεοκοπημένος, φαλιρισμένος. “Είμαι φαλίδος” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαλίδος -α -ο (Ἰ. fallire) = καταστραφεὶς οἰκονομικῶς, πτωχεύσας. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
η πτώχευση, η χρεοκοπία Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαλ(ι)μέντο /τὸ/ (Ἰ. fallimento) = πτώχευσις, χρεωκοπία. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φαλίρω (Ἰ. fallire) = καταστρέφομαι οἰκονομικῶς, πτωχεύω, χρεωκοπῶ. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φαλήρει = 1. ἀποτυγχάνει, λέγεται συνήθως γιά τήν ἀκαρπία, φαλήρισε τό ἀμπέλι (ἀκάρπισε τό ἀμπέλι), ἀπό κάποια οἰκονομική αἰτία, 2. φαλήρισα (ἔπεσα ἔξω, χρεωκόπησα, καταστράφηκα οἰκονομικῶς). Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
είμαι παράφωνος, φάλτσος στο τραγούδι “Τραγουδάει φάλτσα” – “έχει φάλτσα φωνή”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαλτσάρω (Ἰ. falsare) = λανθάνω, σφάλλομαι, παραφωνῶ Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης φαλτσάρω: λανθάνω, σφάλλω, (ΙΤ. falsare). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
κοφτερό εργαλείο, μαχαίρι των τσαγκάρηδων / κοφτερό εργαλείο των χωρικών με το οποίο έκοβαν το σανό / κοφτερό εργαλείο των χωρικών με το οποίο κλάδευαν / κοφτερο μαχαίρι
φάλτσο (τό): λάθος, λοξός, σφαλερός, (BEN. ΙΤ. falso).
Φάλτσος -α -ο (Ἰ. falso) = λανθασμένος, σφαλερός, ἀσύμμετρος, λοξός, παράφωνος.
Φαμελιὰ /ἡ/ (Ἰ. famiglia) = οἰκογένεια, γενεά, ἡ σύζυγος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης famiglia. μοναστικὴ οἰκογένεια Κ. Γ. Μαχαιράς – Ναοὶ και Μοναὶ Λευκάδος
η οικογένεια, η φαμελιά “Τι κάν΄ το φαμέλιο σου;” – φαμελιά, φαμελίτης. “φαμελίτης άνθρωπος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαμέλιο /τὸ/ (Ἰ. famiglia) = ἡ οἰκογένεια. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φαμελίτ(η)ς -σα (Ἰ. famiglia -ato) = οἰκογενειάρχης, βιοπαλαιστὴς μὲ πολυμελῆ οἰκογένειαν.
Μπαμπέσης. Επίθετο που σημαίνει άπιστος. Αλβανικό pabese (Ανδριώτης). Και μπέσα, εμπιστοσύνη (bese). Καρσάνικο παρατσούκλι.
Φάμπρικα /ἡ/ (Ἰ. fabbrica) = κατασκευή, οἰκοδομή, ἐργαστήριον, μηχανορραφία, μέθοδος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης φάμπρικα (ἡ): oἰκοδομή, (ΒΕΝ. fàbrica). Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Φαμπρικάντες /ὁ/ (Ἰ. fabbricante) = κατασκευαστής, τεχνίτης, πολυμήχανος, μηχανορράφος.
Φαμπρικάρω (Ἰ. fabbricare) = κατασκευάζω, οἰκοδομῶ, τεχνουργῶ, μηχανορραφῶ.
το φαγητό, χορταστικό Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φάμφα /ἡ/ (τρώγω, φάγομαι) = φαγητόν, χόρτασις, εὐωχία, ἑστίασις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ο λογάς, ο καυχισιολόγος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαμφαρόνος /ὁ/ (Ἰ. fanfarone) = κομπορρήμων, καυχηματίας, φλύαρος, τερατολόγος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
μικρό αρμαράκι κλεισμένο ολόγυρα με ψιλό μαγνάδι σήτας, για τη φύλαξη του ψωμιού. Τα φανάρια ήταν μικρού μεγέθους. Τότε δεν υπήρχαν ούτε ψυγεία ούτε ψωμιέρες εξάρτημα του αλευρόμυλου, κοντόχοντρος κύλινδρος σε σχήμα κουβαρίστρας, με δόντια στρογγυλά, τα λεγόμενα πεντάροντα, το οποίο έμπαινε στη ρόδα του μύλου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού . . . Περισσότερα
το παραθύρι μτφ.: επίδειξη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φανέστρα /ἡ/ (Ἰ. finestra) = παράθυρον, ἐπίδειξις. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης φαινέστρα, φανέστρα: παράθυρο, μικρή θύρα. Ἡ λατινική λέξη fenestra, ἡ ὁποία ὅμως προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική φαίνειν[1]. [1] Ἀ. Ὀρλάνδου, Ἰ. Τραυλοῦ, ὅπ.π., σελ. 261. Λεξικό Ιδιωματικών . . . Περισσότερα
σημάδια οριοθέτησης κτημάτων. Οι φανοί ήταν σημαδεμένες πέτρες μπηγμένες στο έδαφος και περίσσευαν στην επιφάνεια σαν στήλες. Τους φανούς τους τοποθετούσαν κάθε τρία – τέσσερα μέτρα.
αυτός που είναι ευδιάκριτος και αξιοπρόσεκτος. Φαντούμενος άνθρωπος = αυτός που κάνει εντύπωση. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φαντούμενος -η -ο (φαίνω) = ἐμφανής, εὐδιάκριτος, ἐπιφανής, ἀξιοπρόσεκτος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
τα επιτραπέζια σταφύλια
βελανιδιά