Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Φ

φάτο

“απάνω στο φάτο”: τη στιγμή της πράξης, πάνω στο γεγονός

φατούρα (η)

κατασκευή και πληρωμή έργου. Τεχνικός όρος των οικοδόμων κτιστάδων. “Αυτά τα μιστρίσματα θα τα κάνομε φατούρα”, δηλ. πέρα πέρα χωρίς να αφαιρέσομε τα ανοίγματα. Συνώνυμος όρος είναι το “σεντόνι” των ελαιοχρωματιστών. φράση: “θα πληρωθούμε – λένε – σεντόνι”, δηλ. χωρίς να αφαιρέσομε τα ανοίγματα, πόρτες – παράθυρα. Λεξικό του Λευκαδίτικου . . . Περισσότερα

φατσάδος -α -ο

αμετροεπής, αναιδής. “μούτρο φατσάδο”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φατσάδος -α -ο (Ἰ. faccia) = ἀδίστακτος, ἐλευθερόστομος, ἀπροσποίητος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

φατσολέττο (το)

αντρικό κεφαλομάντηλο της παραδοσιακής φορεσιάς των αντρών στο νησί. Το ΄λεγαν και κεφαλοδέτι και μπόλια. Ήταν μικρότερο απ΄ το γυναικείο και τετράγωνο: Το ΄φερναν “βόλτα” στο κεφάλι τους και το κόμπιαζαν πίσω. Το χρώμα του ήταν μαύρο, καφέ ή γαλάζιο με μαύρες βούλες. Το μαύρο το φορούσαν οι νεότεροι, γιατί . . . Περισσότερα

φατσόνα (η)

εγωπαθής, ψωροπερήφανος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φατσόνα /ἡ/ (Ἰ. faccia) = τετυφωμένη ὄψις, ἐπηρμένον ὕφος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

φάττο (το)

η πράξη, το έργο, το επεισόδιο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φάττο /τὸ/ (Ἰ. fatto) = ἔργον, πράξις, γεγονός, ἐπεισόδιον. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

φεγγίδι (το)

μάτι, οφθαλμός. Η λέξη σπανίζει. Έχομε όμως τη φράση: “Θα στα βγάλω εγώ τα φεγγίδια, έννοια σου, να μείνεις στραβός”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φεγγίδ(ι) /τὸ/ (φέγγος -ώδης) = τὸ ὄργανον τῆς ὁράσεως, ὁ ὀφθαλμός: «θὰν τ᾿ βγάλω τὰ φεγγίδια». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

φεγγίτα ή φεγγίτης

άνοιγμα σε διαστάσεις κεραμιδιού, πάνω απ΄τη γωνιά (τζάκι) στα χωριάτικα σπίτια, για να βγαίνει έξω ο καπνός. Το κενό της φεγγίτας καλύπτει ένα κεραμίδι με μια τρύπα στη μέση. Όταν ήθελαν να ανοίξουν ή να κλείσουν τη φεγγίτα, χρησιμοποιούσαν μια σιδερόβεργα, η οποία έμπαινε στην τρύπα και μετακινούσε το κεραμίδι, . . . Περισσότερα

φειὸ

Φειὸ /τὸ/ (ὄφις -ειον) = φειδίσιο, δριμύ, τσουχτερό. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης    (Ή φιό). Το φευγιό (από το φεύγω). Λέμε: τον πήρε το φειό. Μερικοί μεταφράζουν, παγερός, τσουχτερός αέρας. η σχέση της λέξης με το φίδι (του Λάζαρη) φαίνεται απίθανη. Πάντως το φιό (προτιμότερο με -ι-) είναι απλά . . . Περισσότερα

φέλα (η)

παρωπίδα φορτηγού ζώου, ιδίως του εζευγμένου, για να τραβάει ίσια μπροστά, χωρίς να ενοχλείται από πλάγιες παραστάσεις. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φέλα /ἡ/ (Ἰ. foglia) = παρωπὶς ὑποζυγίου, ὀφθαλμικὸν πτερύγιον ἀνθρώπου. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης Φέλα = 1. παρωπίδα ὑποζυγίου, 2. πεταλούδα. Το Γλωσσάρι της . . . Περισσότερα

φελάγκι

Φελάγκ(ι) /τὸ/ (φάλαγξ) = ξύλινος κύλινδρος τιθέμενος κάτωθεν βαρέως ἀντικειμένου πρὸς μετατόπισίν του διὰ κυλίσεως.

φελάω

αξίζω, έχω αξία, χρησιμεύω “δε φελάς” = δεν αξίζεις – “το φαΐ σήμερα δε φελάει καθόλου”. Γενικά το ρήμα απαντάει αρνητικά. Δε λέμε “φελάω-φελάει”, αλλά “δε φελ…” και το λέμε για χίλιες δυο περιπτώσεις, για υφάσματα, ανθρώπους, φαγώσιμα κ.λπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φελάω (ὠφελῶ) = . . . Περισσότερα

φελέκι (το)

λέξη με άγνωστη σημασία. Άκουσα επί αστεϊσμού τη φράση: “Ω, γαμώ τη φελέκ΄ σ΄”. Μάλλον είναι παραφθορά της λέξης φελύκι = δασικό δέντρο, η “αείφυλλος φιλύκη“

φελέρι

Φελέρ(ι) /τὸ/ (φιλέω;) = κυανέρυθρος ποικιλία σταμφυλῆς, φιλέρι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Φελέρι = ποικιλία σταφυλιῶν. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

φελὶ

Φελὶ /τὸ/ (φύλλον, Ἰ. offela) = ρομβοειδὲς τεμάχιον ἐγχωρίου πλακοῦντος (πίττας, βουτυροψώμου κ.τ.τ.). Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   Ένα φελί πίτα. Είναι το μεσαιωνικό οφέλλιον, από το λατινικό offella. Η καλύτερα κατά την ετυμολογία του Κοραή, (Άτακτα, Ι, 78): “Αντί του κομμάτιν, έλεγαν και λέγομεν ακόμη φελίν ή φελί . . . Περισσότερα

φελούρα (η)

παγίδα για πιάσιμο παπιών στα ΄βάρια της Λευκάδας. Η φελούρα είναι ένα απλό όργανο. Σ΄ ένα σκληρό ξύλο κάμποσων εκατοστών βάζουν αγκίστρια, 5-6, με δόλωμα και τα καρφώνουν στη λάσπη του γιβαριού. Πάει το παπί να τσιμπήσει και πιάνεται.

φέλπα

Φέλπα /ἡ/ (Ἰ. felpa) = ὕφασμα χνουδωτόν, βελοῦδο ριγέ.

φέλτια (η)

βελούδινο ύφασμα, χνουδωτό και μαλακό, βαμβακερό ή μάλλινο, που το ΄βαναν στα μανίκια και στο στήθος της φορεσιάς της ανύπαντρης

φελύκι (η)

δασικό δέντρο με τρυφερά φύλλα. Καλή τροφή των γιδοπροβάτων. Ο Θεόφραστος το ονομάζει “Αειφυλλον φιλύκη”. (βλ. φελέκι).

φέμπρα -ες

πυρετός. Συνταγή θεραπείας του λαϊκογιατρού Θεόφρ. Κατωπόδη (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 136): Τρίψε τα φύλλα του κληματίου τα δροσερά και ανακάτωσέ τα μ΄ αλεύρι και βράσε τα, να γένουν ωσάν αλοιφή και βάνε την ως έμπλαστρον επάνω εις το στομάχι, οπού έχει μεγάλες ζέστες και φέμπρες και μεγάλως . . . Περισσότερα

φέξο (το)

φορητό φως (λυχνάρι, λάμπα, κ.λπ) “κάμ΄το κι από δω το φέξο” (Λάζαρης) Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φέξο /τὸ/ (φέγγω) = φορητὸν φῶς (λύχνος, λάμπα, κηρίον): «κάμ᾿ ἐδῶ τὸ φέξο». Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

φέρμα

Φέρμα /ἡ/ (Ἰ. fermo) = δυνατά, μονίμως, σταθερῶς, ἀκινήτως. /ἡ/ = ἡ χαρακτηριστικὴ ἀκινητοποίησις τοῦ δείκτου κυνὸς ὅταν προσεγγίσῃ τὸ ἐμφωλεῦον θήραμα. βλ. φερμάρω, φέρμος

φερμάρω

σφίγγω, τραβώ με δύναμη – κοιτάζω κατάματα με προσοχή, διακρίνω. “Φερμάρει ο σκύλος”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φερμάρω (Ἰ. fermare) = σφίγγω, τεντώνω, στερεῶ, κλείω, ἀκινητῶ ἐν ἐπιφυλακῇ πρὸ τοῦ ἐμφωλεύοντος θηράματος (ἐπὶ κυνῶν). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης βλ. φέρμα, φέρμος