Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

φανάρι (το)

  1. μικρό αρμαράκι κλεισμένο ολόγυρα με ψιλό μαγνάδι σήτας, για τη φύλαξη του ψωμιού. Τα φανάρια ήταν μικρού μεγέθους. Τότε δεν υπήρχαν ούτε ψυγεία ούτε ψωμιέρες
  2. εξάρτημα του αλευρόμυλου, κοντόχοντρος κύλινδρος σε σχήμα κουβαρίστρας, με δόντια στρογγυλά, τα λεγόμενα πεντάροντα, το οποίο έμπαινε στη ρόδα του μύλου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

απαραίτητο φωτιστικό αντικείμενο που είχε τέσσερις ισομεγεθείς τζαμένιες πλευρές. Αυτές στηρίζονταν σε μεταλλικές ράβδους και με το λάδι και ο φυτίλι που είχε μέσα χρησίμευε για το φωτισμό.

Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.