φανάρι (το)
- μικρό αρμαράκι κλεισμένο ολόγυρα με ψιλό μαγνάδι σήτας, για τη φύλαξη του ψωμιού. Τα φανάρια ήταν μικρού μεγέθους. Τότε δεν υπήρχαν ούτε ψυγεία ούτε ψωμιέρες
- εξάρτημα του αλευρόμυλου, κοντόχοντρος κύλινδρος σε σχήμα κουβαρίστρας, με δόντια στρογγυλά, τα λεγόμενα πεντάροντα, το οποίο έμπαινε στη ρόδα του μύλου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
απαραίτητο φωτιστικό αντικείμενο που είχε τέσσερις ισομεγεθείς τζαμένιες πλευρές. Αυτές στηρίζονταν σε μεταλλικές ράβδους και με το λάδι και ο φυτίλι που είχε μέσα χρησίμευε για το φωτισμό.
Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη