Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπαρμπούλωμα

Μπαρμπούλωμα = μπαρμπουλωμένη γυναίκα ποὔχει τυλίξει τίς παρειές της, τά σαγόνια της μέ τό κεφαλομάντηλο γιά νά προφυλαχτεῖ ἀπ᾿ τό κρύο, ἀλλά εἶναι καί σημεῖον λύπης.

βλ. και μπαρμπουλώνω -ομαι

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.