Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δίβουλος -η -ο

Δίβουλος -η -ο (δὶς-βουλὴ) = ὁ μεταβάλλων εὐκόλως ἀποφάσεις, ὁ ἄστατος, ὁ ἀλλοπρόσαλλος. «δίβουλος καὶ τρίβουλος».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.