ταραμότο 14 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Ταραμότο /τὸ/ (ταράσσω, Ἰ. terremoto) = σεισμός, ταραχή, ψυχικὸς σάλος. βλ.. ταραμέντο και τεραμότο