λαντζούνι (το) ή λάντζα (η)
βάρκα καραβιού, η μεγαλύτερη, που κινούνταν με κουπιά.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λα(ν)τζοῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. lancia) = ἐφόλκιον, βάρκα, βαρκοῦλα: «καράβι βγαίνει ἀπὸ τὴ Χιό, μὲ τὰ λαντζούνια του τὰ δυό».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λαντζούνι = γυμνή καί ἀδύνατη κνήμη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής