Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταφνίζω

καλοζυγιάζω, τακτοποιώ με προσοχή.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄: “.., Με το σφυρί του ένα γουλί το σπα σε δυο κομμάτια και το σταφνίζει στο καυκί“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σταφνίζω (σταθμίζω) = τοποθετῶ μὲ τάξιν, τακτοποιῶ, εὐθετῶ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σταφνίζω ἰδ. στάφνη.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.