Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπετσαρόλα

όργανο των ξυλουργών, που λαξεύει κατά περίπτωση ή σιάζει τα δόντια των μεγάλων πριονιών.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπετσαρόλα /ἡ/ (Ἰ. specie) = τὸ ἀργαλεῖον ποὺ λοξεύει ἐναλλὰξ τὰ δόντια τοῦ πριονιοῦ (διὰ νὰ ἔχῃ «δρόμο»).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.