μπατάγια (η)
μια στιγμή, για λίγο. φράση:”Επέρασε ο Γιάννης μια μπατάγια από δω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπατάγια = περίπτωση κάποια φορά, τήν εἶδα μιά μπατάγια (τήν εἶδα μιά φορά).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής