περδικλώνω
δένω τα δυο μπροστινά πόδια του υποζυγίου, όταν είναι σε ελεύθερη βοσκή, για να μη φύγει μακριά. Το σκοινί που δένουν τα πόδια του το λένε περδούκλι. Αντίθετα περδικλωμένος = ξεπερδούκλωτος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Περδικλώνω (πεδάω -ικλον) = δεσμεύω διὰ σχοινίου τοὺς προσθίους πόδας ὑποζυγίου μεταξύ των (εἰς τρόπον ὥστε νὰ μετακινῆται δυσχερῶς μόνον πρὸς βόσκησιν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης