καπόνι (το) και καπώνι
κόκορας ευνουχισμένος.
Πολλοί ευνούχιζαν 2-3 κοκόρους, που τους πάχαιναν και τους μαγείρευαν τα Χριστούγεννα ή σε πανηγύρια.
μτφ. : “Σε θρέφω σαν καπόνι” για τους καλοθρεμμένους και τεμπέληδες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καπόνι /τὸ/ (Ἰ. cappone, Ἀλ. καπόν-ι, Σ. καποὺν) = εὐνουχισμένος πετεινός, κάπων, καπόνι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Καπώνι = εὐνουχισμένος κόκορας (ὁ φαλακρός).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής