ξυπολισά
Ξ(υ)πολ(υ)σά. Το -ι- ίσα που ακούγεται. Τον έφαγε η ξπολσιά, λέγαμε στο χωριό για τα παιδιά κυρίως που αρέσκονταν να περπατούν ανυπόδητα (καίτοι αυτά διέθεταν παπούτσια) στις λάσπες και τα νερά.
Δεν είναι λέξη λευκαδίτικη, ούτε φυσικά καράνικη, αλλά ευρύτατα χρησιμοποιούμενη, ώστε πολιτικογραφήθηκε στο χωριό με την ιδιωματική της προφορά. Αυτόν που περπάταγε ξυπόλητος, τον λέγανε ξπολυά (κατά το κωλιάς, που διέθετε μεγάλα οπίσθια).
Ο Βαγιακάκος, Λεξικό Ακαδημίας, ετυμολογεί: Εξαπολύω, λύω τον πόδα, εκβάλλω το υπόδημα εκ του ποδός μου. Στους Βυζαντινούς ήτο συνήθως η ανυποδησιά (Πτωχοπρόδρομος ο ξυπολυ(η) τος και ξυπολιάς (είναι και επώνυμο).