Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ξυπολισά

Ξ(υ)πολ(υ)σά. Το -ι- ίσα που ακούγεται. Τον έφαγε η ξπολσιά, λέγαμε στο χωριό για τα παιδιά κυρίως που αρέσκονταν να περπατούν ανυπόδητα (καίτοι αυτά διέθεταν παπούτσια) στις λάσπες και τα νερά.
Δεν είναι λέξη λευκαδίτικη, ούτε φυσικά καράνικη, αλλά ευρύτατα χρησιμοποιούμενη, ώστε πολιτικογραφήθηκε στο χωριό με την ιδιωματική της προφορά. Αυτόν που περπάταγε ξυπόλητος, τον λέγανε ξπολυά (κατά το κωλιάς, που διέθετε μεγάλα οπίσθια).
Ο Βαγιακάκος, Λεξικό Ακαδημίας, ετυμολογεί: Εξαπολύω, λύω τον πόδα, εκβάλλω το υπόδημα εκ του ποδός μου. Στους Βυζαντινούς ήτο συνήθως η ανυποδησιά (Πτωχοπρόδρομος ο ξυπολυ(η) τος και ξυπολιάς (είναι και επώνυμο).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.