Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περδικλώνω

δένω τα δυο μπροστινά πόδια του υποζυγίου, όταν είναι σε ελεύθερη βοσκή, για να μη φύγει μακριά. Το σκοινί που δένουν τα πόδια του το λένε περδούκλι. Αντίθετα περδικλωμένος = ξεπερδούκλωτος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Περδικλώνω (πεδάω -ικλον) = δεσμεύω διὰ σχοινίου τοὺς προσθίους πόδας ὑποζυγίου μεταξύ των (εἰς τρόπον ὥστε νὰ μετακινῆται δυσχερῶς μόνον πρὸς βόσκησιν).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.