νοβ(ι)τά
αλήθ. νοβιτές = μαντάτα ε διάθεση κουτσομπολιού. Αφηγήσεις με πολύ αλάτι και υπονοούμενα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Νοβιτὰ /ἡ/ (Ἰ. novita) = καινοφανές, νέον, γεγονός, εἴδησις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
νοβτές. Ο Κοντομίχης αποδίδει μαντάτα με διάθεση κουτσομπολιού. Είναι η ιταλική novita, ουσιαστικό θηλυκό, που σημαίνει το νέο, το καινούριο. Συνηθισμένη στα ιταλικά κι από μας η ερώτηση: “Che nuavae?”, τι νέα;
Στο χωριό λέγαμε (ιταλίζοντες!) ότι κάποιος λέει νοβτές, δηλαδή, παραδοξολογίες, καινοφανή πράγματα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Νοβιτά = λόγια πλάγια μέ ὑπονοούμενα, ἄφησε αὐτές τίς νοβιτές (αὐτές τίς σπόντες).