Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοροϊδεύω

Κοροϊδεύω, § ἐμπαίζω, χλευάζω τινά. ΚΝ.

Σημ. Παρ᾿ Ἀριστοφ. εὕρηται κορίζομαι = χαϊδεύω, κολακεύω

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.