μ(ι)σεύω 20 Μαρ, 2017 Μ 0 Σχόλια 0 Μισεύω (Ἰ. missione) = ἀναχωρῶ διὰ ταξείδιον (ἐργασιῶν, σπουδῶν, ὑποθέσεων).