μ(ι)σακὸς -ὴ -ὸ
Μισακὸς -ὴ -ὸ (ἥμισυ) = κοινὸς ἐξ ἡμισείας, κοινὸς (κατὰ τὸ ἥμισυ).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μισακές, οι = μισές-μισές, μισοεταιρικές, εκ του ρήμ. μεσάζω-μεσόω, (μέσος).Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μισακὸς -ὴ -ὸ (ἥμισυ) = κοινὸς ἐξ ἡμισείας, κοινὸς (κατὰ τὸ ἥμισυ).
Μισακές, οι = μισές-μισές, μισοεταιρικές, εκ του ρήμ. μεσάζω-μεσόω, (μέσος).Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα