μ΄σοκαμπίς
στη μέση του κάμπου, της όποιας πεδινής έκτασης. “Τον άφησε μ΄σοκαμπίς άρρωστο άνθρωπο …”
(μσοκαμπίς – μισοκαμπίς – μεσοκαμπίς)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μισοκαμπὶς (μέσον, Ἰ. campo) = εἰς τὸ μέσον τοῦ κάμπου (διαστήματος).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη