μα(ν)τζούνι (το)
φάρμακο καμωμένο από πρακτικούς, με βότανα κοπανισμένα με μέλι. Τα μαντζούνια τα ΄φκιαναν οι ξορκίστρες και τα ΄διναν σε κείνους που είχαν ανεπάρκεια στα συζυγικά τους καθήκοντα. Τα ΄παιρναν και γυναίκες που είχαν καθυστέρηση.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαντζοῦν(ι) /τὸ/ (Τ. μαδζοὺν) = φύραμα, ἔκλειγμα, πολτῶδες φάρμακον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης