αστραψά (η)
η αστραπή.
Άγγ. Σικ. Αλαφρ.: “και βυθίστηκα ξάφνου σε τρίσβαθες /αστραψές και σε μύρια σκοτάδια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀστραψὰ /ἡ/ = ἀστραπή, αἰφνιδία λάμψις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης