σπ(ι)δόν(ι) 03 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σπιδόνι /τὸ/ (Ἰ. spesso -one) = νῆμα καλῶς στρωμμένο, μετάξινος σπάγγος ἁλιείας.