τσαπατσούλης -ω
ο μη επιτήδειος στις δουλειές του, ο απρόσεχτος κι αδιάφορος.
“επήραμε το μάστορα να μας φκιάσει την πόρτα, αλλά είναι τσαπατσούλης και δεν έκαμε καλή δουλειά. Αυτός γιε μου, είναι για χοντροδουλειές …”. – “Αυτό το παιδί, είναι τέλεια τσαπατσούλης, δεν ξέρει που βάνει τα πράγματά του, εδώ κι εκεί τα πετάει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τσαπατσούλ(η)ς /ὁ/ (Τ. τσαπατσοὺλ) = ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος, κακοτεχνίτης.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τούρκικη λέξη, capacul, ατημέλητος και αδέξιος. Ουσιαστικό θηλυκό, η τσαπατσουλιά. Ο Λάζαρης αποδίδει με το εύχρηστο σε μας “κακοτεχνίτης” ή άτσαλος στη δουλειά του. (Το άτσαλος πιθανώς από το αρχαίο “ατάσυθαλος” – Φυτράκης).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης