Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τσαπατσούλης -ω

ο μη επιτήδειος στις δουλειές του, ο απρόσεχτος κι αδιάφορος.
“επήραμε το μάστορα να μας φκιάσει την πόρτα, αλλά είναι τσαπατσούλης και δεν έκαμε καλή δουλειά. Αυτός γιε μου, είναι για χοντροδουλειές …”. – “Αυτό το παιδί, είναι τέλεια τσαπατσούλης, δεν ξέρει που βάνει τα πράγματά του, εδώ κι εκεί τα πετάει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τσαπατσούλ(η)ς /ὁ/ (Τ. τσαπατσοὺλ) = ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος, κακοτεχνίτης.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Τούρκικη λέξη, capacul, ατημέλητος και αδέξιος. Ουσιαστικό θηλυκό, η τσαπατσουλιά. Ο Λάζαρης αποδίδει με το εύχρηστο σε μας “κακοτεχνίτης” ή άτσαλος στη δουλειά του. (Το άτσαλος πιθανώς από το αρχαίο “ατάσυθαλος” – Φυτράκης).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.