αλέγρος (ο)
- ο ανοιχτόκαρδος, ο φαιδρός, ο εύθυμος. “Αλέγρος άνθρωπος” – “αλέγρα φυσιογνωμία”.
- στα χρωματιστά ρούχα: ανοιχτόχρωμα, χαρούμενα, ποικίλα.
- στη μουσική: ζωηρή ρυθμική αγωγή και γρήγορη. Η ιδιότητα του αλέγρου λέγεται αλεγρία – και αλεγράρω = γίνομαι εύθυμος, αλέγρος.
- το πιο αλέγρο – δημ. τραγ. : “ξενιτεμένο μου πουλί κι αλέγρο μου γεράκι, η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ πίνω φαρμάκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλέγρος -α -ο: (Ἰ. allegro) = φαιδρός, χαρίεις, εὔθυμος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης