Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αλέγρος (ο)

  1. ο ανοιχτόκαρδος, ο φαιδρός, ο εύθυμος. “Αλέγρος άνθρωπος” – “αλέγρα φυσιογνωμία”.
  2. στα χρωματιστά ρούχα: ανοιχτόχρωμα, χαρούμενα, ποικίλα.
  3. στη μουσική: ζωηρή ρυθμική αγωγή και γρήγορη. Η ιδιότητα του αλέγρου λέγεται αλεγρία – και αλεγράρω = γίνομαι εύθυμος, αλέγρος.
  4. το πιο αλέγρο – δημ. τραγ. : “ξενιτεμένο μου πουλί κι αλέγρο μου γεράκι, η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ πίνω φαρμάκι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀλέγρος -α -ο:  (Ἰ. allegro) = φαιδρός, χαρίεις, εὔθυμος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.