στράτσα (η)
πρόχειρη πετσέτα χεριών και προσώπου ένα κομμάτι πανί οτιδήποτε για πρόχειρο σκούπισμα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στράτσα = πρόχειρη πετσέτα προσώπου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης