Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κεφαλοπάνι (το)

αραχνοΰφαντο λινό κεφαλοπάνι της Λευκαδίτικης λαϊκής φορεσιάς. Είναι ολόγυρα διακοσμημένο με πλατιά δαντέλα και έχει χρώμα λευκό ή λευκοκίτρινο. Είναι ένα μαντήλι νυφιάτικο. Στην προίκα το ΄διναν με ισάριθμα δέματα.
Παραθέτουμε αποσπάσματα προικοσυμφώνων σχετικά με το κεφαλοπάνι: “Κεφαλοπάνια έξη, τα δύο χτενίστικα” (1827, Πόρος) – “Δέκα κεφαλοπάνια, το ένα με μέρλον, τα άλλα σκέτα” (1851, Πόρος) – “και ένα κεφαλοπάνι χρυσό”, 1792, συμβολαιογράφος Φραγκίσκος Αβακούμ: “Τρία κεφαλοπάνια σκέτα με τα δέματά τους” –  1786 Καταγραφ. Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, Άγγ. Σικ. Χωριάτικος γάμος: “Μ΄ από τη νύφη, ασάλευτη τριγύρα / σκεπασμένη τώρα στ΄ αραχνοΰφαντο κεφαλοπάνι, / ας ξεχειλίζει η διάφανη σιγή”.
Το κεφαλοπάνι το έλεγαν και τσεμπέρι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κεφαλοπάνι /τὸ/ (κεφαλὴ-πηνίον) = λεπτοΰφαντον κάλυμμα τῆς κεφαλῆς εἰς τὴν ἐγχώριον πολυτελῆ γυναικείαν ἀμφίεσιν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κεφαλοπάνι, το: (κεφαλή + πανί) = μεγάλο αραχνοΰφαντο γυναικείο κάλυμμα κεφαλής, συνώνυμο με το κρήδεμνον, δωρ. κράδεμνον, (κρανίον + δεσμός) = κεφαλόδεσμος, κεφαλοπάνι.

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.