ντάρα (η)
το απόβαρο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ή τάρα. Το απόβαρο, Αυτούσιο το ιταλικό (ελληνικό μάλλον) tara (μεσαιωνικά τάριον).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!