βῶλος
Βῶλος, § ὄγκος χώματος μὴ συντριφθέντος ὑπὸ τοῦ ἀρότρου, ὅθεν καὶ τὸ ῥ. Διβολίζω = ἀροτριῶ τὴν γῆν σταυροειδῶς ὅπως συντριβῶσιν οἱ βῶλοι. Ὁ ὄγκος οὗτος καλεῖται καὶ σβῶλος.
Σημ. Ἡ λ. διέσωσε καὶ σχηματισμ. καὶ σημ. ἀρχαίαν
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!