κρέπι (το)
μεταξωτό κεφαλομάντηλο ή σπαλέτα (μαντήλι του μπούστου και των ώμων) των γυναικών που φορούν την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά, τα “ρωμαίικα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κρέπι /τὸ/ (Γλ. crêpe, Ἰ. crepone) = τὸ μετάξινον περιώμιον (σπαλέττα) ἢ τὸ τρίχαπτον κάλυμμα τῆς κεφαλῆς (πέπλος) τῆς πολυτελοῦς ἐγχωρίας στολῆς τῶν γυναικῶν (ρωμαίϊκα).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κρέπι, το, (πληθ. τα κρέπια) = μαντήλι-κάλυμμα του στήθους στη λευκαδίτικη παραδοσιακή ενδυμασία, κρεμάμενον με τους καρφοβελόνους (καρφίτσες με χρωματιστές κεφαλές). Εκ του ομηρ. ρ. κρέμαμαι ή κρεμάννυμι= κρεμώ και κατ’ επικήν επέκτασιν κρεμόω, κρεμνώ, αναρτώ. Το κρέπι δεν ήταν ενσωματωμένο στην γυναικεία φορεσιά, αλλά κρεμάμενον επ’ αυτής. Η ονοματοδοσία του δηλώνει επακριβώς και την καθοριστική ιδιότητα της αναρτήσεώς του…
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
βλ. μπροστομάντηλο