μπετούγια (η)
μικρός μάνταλος που βάνουν στις πόρτες, που ανοίγει κι απ΄ έξω κι από μέσα. Σαγιαδόρος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
μπετούγια (ἡ): μικρός μάνδαλος που τοποθετεῖται στίς πόρτες, σαγιαδόρος.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου