σουμάρω
κάνω άθροισμα.
Σε καταμέτρηση περιουσίας χήρας γυναικός του 1718 (Νο 3 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Φέρνομεν την άνωθεν σούμα του κινητού, ήγουν ταις λίτραις 5501:12”, το 12 σημαίνει “σολδία“.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σουμάρω (Ἰ. sommare) = ἀθροίζω, συμπεραίνω, ἀποστάζω, ἐξατμίζω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης