ἀντρακλάδα 07 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀντρακλάδα: /ἡ/ (ἀ- Ἰτ. tracolo) = ἀκουσία φορὰ πτώσεως ἐκ προσκόμματος ἢ ὀλισθήματος.