ριό (το)
έχομε τις φράσεις: “να σε πιάσ΄ το ριό και να μη σ΄ αφήκει” – “κάνει κρύο ριό” = να τρέμεις από το κρύο (κατρουσμάρα)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ῥιὸ § ῥίγος Π. μ᾿ ἔπιασε τὸ ῥιὸ (κυρ. ἐπὶ πυρετοῦ). ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ ῥίγος ἀποβολῇ τοῦ γ κατὰ τὰ Δωρικὰ ὀλίος ἀντὶ ὀλίγος. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὸν τύπον τοῦτον.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου