Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοκκοτός (ο)

  1. ο κόκορας, ο πετεινός, ο αλέκτωρ.
    Θεωρείται ακούραστος επιβήτορας και καλός αρχηγός του κοτετσιού. Πολλοί ευνουχίζουν τους κοκόρους που κατόπιν τους παχαίνουν και του προορίζουν για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Αυτούς τους κοκκοτούς τους λένε και καπόνια.
    Παροιμίες: “Όπου λαλούν πολλοί κοκκοτοί αργεί να φέξει” – “Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκκόρου γνώση” – “Κάθε κοκκοτός στα σκύβαλά του” – “στα χαλιά λαλούν οι κοκκοτοί” (αδιαφορία).
    αναβρακάτος.
  2. μτφ. για ανθρώπους λέμε: “Μας κάνει τον κόκκορα”, δηλ. τον παλικαρά, το γαμπρό.
  3. κόκκορα λένε οι κυνηγοί τον επικρουστήρα του όπλου τους, που είναι γνωστός ως λύκος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοκοτὸς /ὁ/ (Σλ. Σ. κοκότ, Γλ. coque) = ἀλέκτωρ, πετεινός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Κοκοτός, ο κόκορας. Υπάρχει και (αμφίβολη) γραφή με δύο “κ” (κοκκοτός, κόκκορας).
Στα αρχαία ελληνικά έχουμε τη λέξη “κόττος” (και κοττός) που σημαίνει αλέκτωρ, πετεινός. Λέγει χαρακτηριστικά ο λεξικογράφος Ησύχιος: “Και οι αλεκτρίονες (πετεινοί) κοττοί (λέγονται) δια τον επί της κεφαλής λόφον (λοφίο).
Από τον “κόττον” και η κότα (με απλοποίηση των δυο “τ”, αλλά και ο κότσος των γυναικών. Παίρνομε από τον κόκορα το “κο” της ονοματοποιημένης φωνής “κο-κο” και προκύπτει αβίαστα το σχήμα: κόττος – κοττός – κο-κοττός. Και επικρατέστερη γραφή φαίνεται να είναι το κο-κοτττός (με δύο “τ”, όχι με δύο “κ”).
Κατά τον Σκαρλάτο-Βυζάντιο σχετικό (με βάση την κόττα απο το κόττος) είναι και η λέξη κοττέρι – κοτέτσι, που άλλοι την θεωρούν σλάβικη. Αφού έχουμε το ελληνικότατο κόττος γιατί να ψάχνουμε στα σλάβικα; (Πιθανόν το ερβικο-σλαβικό “κοκότ”, να είναι επίδραση του ελληνικού “κοττος”).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Κοκοττὸς § πετεινός. Π. ὅπου λαλοῦνε κοκοττοί, ἀργεῖ νὰ ’ξημερώσῃ.

Σημ. Ἐκ τοῦ Κοττὸς (Ἡσυχ. Ἐν λ.) ἀναδιπλασιασμῷ κατὰ τὰ ἀρχαῖα τεταγών, κακάβι, ἀντὶ ταγών, κάβη (Ὡριὼν ἐν λ. κακάβη).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Κοκοτός, ο: (ηχομ. λ., από την λαλιά του κόκορα) = ο κόκορας ή πετεινός ή αλέκτωρ.
Κολωός ή κολοιός ήταν αρχικά ο κόραξ, (ρ. κολωάω), και στην συνέχεια οιονεί ο κράχτης.
Πετεινός ονομάσθηκε εκ του ρ. πέτομαι, πτηνός, πετούμενος.
Αλέκτωρ-ορος (α στερ. + λέχος) = ο μη κατακλινόμενος, ο μη αναπαυόμενος.

Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα


βλ. κοκοτσελεύομαι και κοκοτσέλι

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.