στ(ει)ρολογάω
Στ(ει)ρολογάω (στεῖρος-λέγω) = ἀφαιρῶ τοὺς στείρυς βλαστοὺς ἀμπέλου ἢ ἄλλων φυτευμάτων, καθαρίζω ἀπὸ ἀχρήστων βλαστημάτων.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Στ(ει)ρολογάω (στεῖρος-λέγω) = ἀφαιρῶ τοὺς στείρυς βλαστοὺς ἀμπέλου ἢ ἄλλων φυτευμάτων, καθαρίζω ἀπὸ ἀχρήστων βλαστημάτων.