ντάλια (η)
το καταμεσήμερο. “στη ντάλια του μεσημεριού”. βλ. και ντάλα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ντάλια /ἡ/ (τελεία, ἐντελεία, Ἰ. taglia) = ἡ πληρότης, τὸ κορύφωμα: «μὲς τ’ ντάλια τ’ μεσμεριοῦ».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης