Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ντάλια (η)

το καταμεσήμερο. “στη ντάλια του μεσημεριού”. βλ. και ντάλα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ντάλια /ἡ/ (τελεία, ἐντελεία, Ἰ. taglia) = ἡ πληρότης, τὸ κορύφωμα: «μὲς τ’ ντάλια τ’ μεσμεριοῦ».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.