Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πλάντρα (η)

  1. η πέτρινη βάση του τρόκολου (=πιεστήριο τσίπουρων). Η πλάντρα έχει δύο κάθετα δοκάρια ανάμεσα στα οποία κινείται το πιεστήριο.
  2. πλάντρα έχομε και στη μηχανή του παλιού λιοτριβειού. Εδώ μάλιστα έχομε 2 πλάντρες, άνω και κάτω (Τα γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 163).
  3. πλάντρα του ανεμόμυλου = χοντρή καρίνα ,πάνω στην οποία ακουμπούσε η άκρη του βελονιού (ο.π. σελ 87).
  4. πλάντρα είχε και ο νερόμυλος.

(Αγροτικές βιοτεχνικές εργασίες, Επετ. ΕΛΜ, τόμος Ε¨/1982).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πλάντρα /ἡ/ (Ἰ. palandra) = ἡ λαξευτὴ μονολιθικὴ βάσις τοῦ ἐγχωρίου ἐλαιοστεμφυλοπιεστηρίου (τρόκκολο) μὲ δύο πλευρικοὺς ὀρθίους δοκοὺς (ὁδηγοὺς) μεταξὺ τῶν ὁποίων καθελκύεται κατακορύφως διὰ κοχλίου τὸ πιεστήριον.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.