πλάντρα (η)
- η πέτρινη βάση του τρόκολου (=πιεστήριο τσίπουρων). Η πλάντρα έχει δύο κάθετα δοκάρια ανάμεσα στα οποία κινείται το πιεστήριο.
- πλάντρα έχομε και στη μηχανή του παλιού λιοτριβειού. Εδώ μάλιστα έχομε 2 πλάντρες, άνω και κάτω (Τα γεωργικά της Λευκάδας, σελ. 163).
- πλάντρα του ανεμόμυλου = χοντρή καρίνα ,πάνω στην οποία ακουμπούσε η άκρη του βελονιού (ο.π. σελ 87).
- πλάντρα είχε και ο νερόμυλος.
(Αγροτικές βιοτεχνικές εργασίες, Επετ. ΕΛΜ, τόμος Ε¨/1982).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλάντρα /ἡ/ (Ἰ. palandra) = ἡ λαξευτὴ μονολιθικὴ βάσις τοῦ ἐγχωρίου ἐλαιοστεμφυλοπιεστηρίου (τρόκκολο) μὲ δύο πλευρικοὺς ὀρθίους δοκοὺς (ὁδηγοὺς) μεταξὺ τῶν ὁποίων καθελκύεται κατακορύφως διὰ κοχλίου τὸ πιεστήριον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης