σπερνό -ά
είδος γλυκού που το φκιάνουν οι νοικοκυρές όταν κάποιος του σπιτιού έχει τη γιορτή του, ή όταν όλο το χωριό ή μια συνοικία γιορτάζει τον άγιο της.
Βράζουν από την παραμονή το σιτάρι, αδειάζουν το σιταρόζουμι για να φκιάσουν μ΄ αυτό κουρκούτη και το σιτάρι, αφού το στραγγίξουν καλά, το βάζουν σε πιάτα ή δίσκους ρίχνοντας μέσα διάφορα καρυκεύματα, ρόιδα, καρύδια μύγδαλα, ζάχαρη, σταφίδες, ζαχαράτα, μουστόπιτα, κανελογαρύφαλλα κ.λπ.
Ένα πιάτο απ΄ αυτό το σκεύασμα το πάνε στην εκκλησία να το ευλογήσει ο παπάς. Όλα τα όμοια πιάτα των πανηγυριών τα τοποθετούν μπροστά στις εικόνες του τέμπλου μ΄ ένα κεράκι στο καθένα στη μέση. Μετά την ευλογία του παπά, ο καθένας παίρνει το πιάτο του και φεύγει.
Σε περίπτωση γιορτής όλου του χωριού ή της συνοικίας τα σπερνά τα ΄ριχναν (για λόγους χώρου κυρίως) μέσα σε μια κόφα όπου ευλογούνταν όλα μαζί και στο τέλος μοιράζονταν στο εκκλησίασμα.
Σημειώνουμε το ότι το απόγευμα της παραμονής, το σπίτι που είχε πανηγυριώτη, μοίραζε λίγα σπερνά – κατά το έθιμο – σε πολύ συγγενικά σπίτια ή σε σπίτια που είχαν μαζί τους “δανεικά” (μου φέρνεις – σου φέρνω). Αυτό γινόταν κι από χωριό σε χωριό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπερνὸ /τὸ/ (ἑσπερινὸς) = βεβρασμένος σῖτος μετὰ καρυκευμάτων (σησσάμου, κανέλλας, ἀμυγδάλων, κουφέτων, σταφῖδος, ζακχάρεως) καλαισθήτως εὐπρειζόμενος ἐντὸς πιάτου ἢ δίσκου ὅστις προσκομίζεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν ὀνομαστικῶν ἑορτῶν καὶ εἶτα διανέμεται εἰς τὸ ἐκκλησίασμα εὐχόμενον ὑπὲρ τοῦ ἑορτάζοντος.
Σπερνό = βρασμένο σιτάρι μέ πολλά κουφέτα καί ἄλλα ζαχαρωτά πού προσφέρονται στούς καλεσμένους σέ ὀνομαστική γιορτή.
Σπερνά. (ἑσπερινά)· ἑσπερινὴ προσφορὰ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις γινομένη διὰ κολλύβων, κηροῦ καὶ λιβάνου, ἀντὶ τῆς ἐν ἄλλοις τόποις ἀρτοκλασία.
Σπερνό § σῖτος βρασμένος, ὃν οἱ πανηγυρίζοντες πέμπουσιν ἐν πινακίῳ εἸς τὸν ναὸν τὸ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς. Ἐκ τοῦ ἑσπερινόν (Σύλλ. 5).