εμπατή (η)
είσοδος, πέρασμα -εμπατή του λιμανιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἐμπατὴ /ἡ/ (ἐμβαίνω) = πόρος, εἴσοδος μάνδρας ἢ περιφράγματος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
ἐμπατή (ἡ): εἴσοδος.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου