σκορτσάρω
Σκορτσάρω (Ἰ. scossare; scuotere) = σείομαι βιαίως, κραδαίνομαι, τινάσσομαι ἐξ ἀντιστάσεως εἰς δέσμευσιν ἢ πίεσιν. (λέγεται ἰδίᾳ ἐπὶ ἀψύχων).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκορτσάρω (Ἰ. scossare; scuotere) = σείομαι βιαίως, κραδαίνομαι, τινάσσομαι ἐξ ἀντιστάσεως εἰς δέσμευσιν ἢ πίεσιν. (λέγεται ἰδίᾳ ἐπὶ ἀψύχων).