Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ζεγκί (το) και ζεγὶ

  1. Σκοινί ή λουρί για τη ζεύξη των υποζυγίων.
  2. Αναβολέας, σκάλα αναβάσεως στο σελωμένο άλογο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ζεγὶ /τὸ/ (ζεῦγμα, Τ. ζεγκί, Σ. οὐζεγκίjα) = σχοινίον ἢ ἱμὰς ζεύξεως, ἀναβολεύς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.