κορύτος
Κορύτος β. λ. κορίτος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και με -ι-. Σκεύος για να πίνουν νερό οι κότες. Ο Βαλαωρίτης στο Φωτεινό (353), γράφει: “το Λούρο, τ΄ ασπροπόταμο, καρύτο, νεροκράτη (του λόγγου τ΄ αγριοδάμαλο)” και σημειώνει σελ. 368: “κορύτος, σκάφη εκ κορμού δένδρον εσκαμμένου χρησιμεύουσα προς ποτισμόν ζώων.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης