σκαθάρι (το)
- το ψάρι κάνθαρος. Το σώμα του είναι γραμμωτό και ακανθοπτέρυγο. Το κρέας του νοστιμότατο
- αρρώστια αμπελιού, “άνθρακας”
- άνθρωπος κακοποιός, παμπόνηρος και καταχθόνιος, πειραχτήρι
- κοπροφάγο έντομο
- μικρά ζωάκια των χωραφιών και των αμπελιών που προκαλούν ζημιά. Τέτοια είναι για παράδειγμα η νυφίτσα, ο ασβός και ο σκαντζόχοιρος. Για να αντιμετωπίσουν τα ζουλάπια αυτά οι κτηματίες έριχναν παγανόσκονη μετά τα Χριστούγεννα (σταύρωμα).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκαθάρ(ι) /τὸ/ (κάνθαρος) = ὁ ἰχθῦς κάνθαρος ὁ γραμμωτός, ἡ παρασιτικὴ νόσος τῆς ἀμπέλου «ἄνθραξ», ἄνθρωπος ραδιοῦργος καὶ ἐνοχλητικός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης