Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκαθάρι (το)

  1. το ψάρι κάνθαρος. Το σώμα του είναι γραμμωτό και ακανθοπτέρυγο. Το κρέας του νοστιμότατο
  2. αρρώστια αμπελιού, “άνθρακας”
  3. άνθρωπος κακοποιός, παμπόνηρος και καταχθόνιος, πειραχτήρι
  4. κοπροφάγο έντομο
  5. μικρά ζωάκια των χωραφιών και των αμπελιών που προκαλούν ζημιά. Τέτοια είναι για παράδειγμα η νυφίτσα, ο ασβός και ο σκαντζόχοιρος. Για να αντιμετωπίσουν τα ζουλάπια αυτά οι κτηματίες έριχναν παγανόσκονη μετά τα Χριστούγεννα (σταύρωμα).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκαθάρ(ι) /τὸ/ (κάνθαρος) = ὁ ἰχθῦς κάνθαρος ὁ γραμμωτός, ἡ παρασιτικὴ νόσος τῆς ἀμπέλου «ἄνθραξ», ἄνθρωπος ραδιοῦργος καὶ ἐνοχλητικός.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.