μπογόρδα (η)
καλοφαγία και πολυφαγία. φράση: “Είχαμε μπογόρδα εχτές το βράδυ στην ταβέρνα του τάδε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπογόρδα /ἡ/ (ἐπὶ-χόρδευμα -εύω) = φαγοπότι, συμπόσιον, πολυφαγία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης