παπαλὸ
Παπαλὸ /τὸ/ (ἁπαλός, Ἰ. polpare) = ἡ κρανιακὴ πηγὴ βρέφους (τὸ μαλακὸν ἐνδιάμεσον μετωπικοῦ καὶ βρεγματικῶν ὀστῶν).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Παπαλὸ /τὸ/ (ἁπαλός, Ἰ. polpare) = ἡ κρανιακὴ πηγὴ βρέφους (τὸ μαλακὸν ἐνδιάμεσον μετωπικοῦ καὶ βρεγματικῶν ὀστῶν).