Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

λίλης (ο)

ο χαζός, ο βλάκας
μεταφορικά: ο προσποιούμενος το λίλη, ή ο απομιμούμενος αυτόν.
Φράση: “Σαν λίλης κάνεις…”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λίλ(η)ς /ὁ/ (ἠχητ.) = λελές, ἠλίθιος, βλάξ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Λίλ΄ς. Σε μας ο ισχνός. Για Λάζαρη, Κοντομίχη, ο ηλίθιος, βλάκας. Θέλει ψάξιμο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.