ἀπ(ι)στομίζω (ἀπιστομίζω)
Ἀπ(ι)στομίζω: (ἀπό, ἐπὶ-στόμα) = ἀποστρέφω τὸ πρόσωπον, ρίπτω τινὰ πρηνῆ, ἀναστρέφω εἰς θέσιν πρηνῆ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀπ(ι)στομίζω: (ἀπό, ἐπὶ-στόμα) = ἀποστρέφω τὸ πρόσωπον, ρίπτω τινὰ πρηνῆ, ἀναστρέφω εἰς θέσιν πρηνῆ.