Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πένα

Πένα /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. pena) = ποινή, τιμωρία. (Ί. pene) = τὸ γεννητικὸν μόριον τοῦ ἄρρενος, τὸ πέος.

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.