πένα
Πένα /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. pena) = ποινή, τιμωρία. (Ί. pene) = τὸ γεννητικὸν μόριον τοῦ ἄρρενος, τὸ πέος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πένα /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. pena) = ποινή, τιμωρία. (Ί. pene) = τὸ γεννητικὸν μόριον τοῦ ἄρρενος, τὸ πέος.
Παντελής Βλαχάκης -
Tης καρδίας μου σου νοίφτω τη πένα = Τής καρδιάς μου σού βγάζω τόν πόνο